οικοδομική

οικοδομική
Είναι η τεχνική της κατασκευής των διαφόρων κτιρίων. Η ο., όπως και η αρχιτεκτονική, γεννήθηκαν από τη στιγμή που ο άνθρωπος τοποθέτησε μια πέτρα πάνω σε μια άλλη, με σκοπό να δημιουργήσει μια κατασκευή που να τον εξυπηρετεί. Για πολλές χιλιάδες χρόνια οι έννοιες του οικοδόμου και του αρχιτέκτονα ήταν ταυτόσημες· σήμερα, παρότι ο αρχιτέκτονας εξακολουθεί να είναι πάντοτε και κατεξοχήν οικοδόμος, η ο., εξαιτίας της πολύπλοκης πια και εξειδικευμένης, πολλές φορές, κατασκευής, έχει αποκτήσει ιδιαίτερη οντότητα. Η ο. ασχολείται συνεπώς με τη μελέτη των τρόπων κατασκευής των διαφόρων τμημάτων ενός κτιρίου και τη διατύπωση τεχνικών κανόνων για την επίτευξη του αρτιότερου δυνατού αποτελέσματος από άποψη λειτουργίας και στερεότητας. Ερευνά επίσης τα κατασκευαστικά προβλήματα που αναφύονται κατά την εφαρμογή των σχεδίων, καθώς και τους τρόπους χρησιμοποίησης των σύγχρονων οικοδομικών υλικών. Ειδικότεροι κλάδοι της ο. είναι οι θεμελιώσεις, οι τοιχοποιίες, οι επικαλύψεις, τα κουφώματα κλπ., αν δεχτούμε την διαίρεση της κατά είδος εργασιών, ενώ, από την άποψη του υλικού, μπορούμε να διακρίνουμε τις λιθοδομές, τις οπτοπλινθοδομές, τις κατασκευές του οπλισμένου σκυροδέματος (όχι όμως και τον υπολογισμό τους, που αποτελεί τελείως διαφορετική υπόθεση), τις ξύλινες και τις μεταλλικές κατασκευές, τις μαρμαρικές εργασίες, τους χρωματισμούς κλπ. Για κάθε μια από τις παραπάνω ενότητες –κατά είδος εργασιών ή κατά υλικό– η ο. αναπτύσσει ειδικές μεθόδους. Τέλος, σημαντικό τομέα της ο. αποτελούν οι διάφορες εγκαταστάσεις ενός κτιρίου –ηλεκτρικά, ύδρευση, θέρμανση, κλιματισμός κλπ.– που όμως, εξαιτίας της μεγάλης τεχνολογικής ανάπτυξης της σύγχρονης εποχής και της πολυπλοκότητας τους, τείνουν vα αποτελέσουν ειδικό ανεξάρτητο κλάδο. Μοντέρνα οικοδομή σε ανέγερση (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἰκοδομικῇ — οἰκοδομικός skilled in building fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομική — οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”